ἀκάνθαι

ἀκάνθαι
ἀκάνθᾱͅ , ἄκανθα
thorn
fem dat sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἄκανθαι — ἄκανθα thorn fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άκανθα — Το αγκάθι, βελονοειδές έκφυμα των φυτών. Με το ίδιο όνομα υπάρχει και θάμνος που αριθμεί τρεις ποικιλίες, ά. η βασιλική, ά. η ινδική και ά. η αραβική καθώς και ένα δέντρο ιθαγενές της Αιγύπτου, γνωστό με την επιστημονική ονομασία ά. η αιγύπτια. Ά …   Dictionary of Greek

  • POLIENTES — apud Plin. l. 8. c. 48. Lanae et per se coactae vestem faciunt. et si addatur acetum, etiam ferro resistunt: imo vero etiam ignibus. Novissimô sui purgamentô, quippe ahenis polientium extractae in usum tomenti ventiunt: Sunt ὁι Κναφεῖς, Fullones …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αποπνίγω — (AM ἀποπνίγω) πνίγω, στραγγαλίζω αρχ. 1. ενοχλώ υπερβολικά κάποιον, τον κάνω να πνιγεί από οργή 2. κάνω κάποιον να σκάσει από τη δυσοσμία 3. (για φυτά) περιβάλλω, περισφίγγω μέχρι πνιγμού («συμφυεῑσαι αἱ ἄκανθαι ἀπέπνιξαν αὐτό», ΚΔ) …   Dictionary of Greek

  • επιπνίγω — ἐπιπνίγω (Α) πνίγω, στραγγαλίζω («αἱ ἄκανθαι ἐπέπνιξαν αὐτό», ΚΔ) …   Dictionary of Greek

  • ιόεις — (I) ἰόεις, εσσα, εν (Α) [ίον] αυτός που έχει το χρώμα τού ίου, ιώδης*, σκοτεινόχρωμος, μαύρος («ἰόεντα σίδηρον», Ομ. Ιλ.). (II) ἰόεις, εσσα, εν (Α) [ιός (III)] ιοειδής* (II), αυτός που περιέχει ιό, δηλητήριο, ο δηλητηριώδης, ο φαρμακερός,… …   Dictionary of Greek

  • καταχέω — και επιτ. τ. καταχεύω (Α) 1. χύνω κάτι από πάνω, επιχύνω («κἀδ δὲ οἱ ὕδωρ χεῡαν» [με τμήση], Ομ. Ιλ.) 2. απλώνω κάτι πάνω σε κάτι άλλο («κορυφήσι Νότος κατέχευεν όμίχλην», Ομ. Ιλ.) 3. μτφ. παρέχω άφθονα, πλουσιοπάροχα («θεσπέσιον πλοῡτον κατέχευε …   Dictionary of Greek

  • συμπαραφύομαι — Α 1. φύομαι, εκφύομαι, φυτρώνω συγχρόνως κοντά σε κάτι («ἄκανθαι τῷ ἄνθει συμπαραφυεῑσαι», Γρηγ. Νύσσ.) 2. μτφ. (για κατάσταση) εμφανίζομαι συγχρόνως. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + παραφύομαι «φυτρώνω κοντά»] …   Dictionary of Greek

  • συμπνίγω — ΜΑ [πνίγω] 1. πνίγω κάποιον σφίγγοντας τον λαιμό του με τα δυό μου χέρια 2. ασκώ πίεση πάνω σε κάποιον («οἱ ὄχλοι συνέπνιγον αὐτόν», ΚΔ) 3. με την πίεση που ασκώ εμποδίζω την ανάπτυξη («ἀνέβησαν αἱ ἄκανθαι καὶ συνέπνιξαν αὐτό», ΚΔ) 4. μτφ.… …   Dictionary of Greek

  • ἄκανθ' — ἄκανθα , ἄκανθα thorn fem nom/voc sg ἄκανθαι , ἄκανθα thorn fem nom/voc pl ἄκανθε , ἄκανθος bearsfoot masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”